- καταχαλκεύω
- καταχαλκεύω (AM)κατεργάζομαι χαλκό, χύνω κάτι σε χαλκό, κατασκευάζω κάτι με χαλκόαρχ.παθ. καταχαλκεύομαικατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + χαλκεύω «κατασκευάζω κάτι από χαλκό»].
Dictionary of Greek. 2013.